μοσχοβίτικος

μοσχοβίτικος
-η, -ο και μοσχοβιτικός, -ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους μοσχοβίτες ή αυτός που προέρχεται από τη Μόσχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοσχοβίτης. Ο τ. μοσχοβιτικός μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • γρανίτης — Όξινο εκρηξιγενές πέτρωμα. Τα κύρια ορυκτολογικά συστατικά του είναι οι αλκαλιούχοι άστριοι (ορθόκλαστο ή μικροκλινής συνήθως), ο χαλαζίας, με συμμετοχή μικρότερης ποσότητας μαρμαρυγία (μοσχοβίτη ή βιοτίτη ή και των δύο μαζί), αμφίβολοι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”