- μοσχοβίτικος
- -η, -ο και μοσχοβιτικός, -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους μοσχοβίτες ή αυτός που προέρχεται από τη Μόσχα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μοσχοβίτης. Ο τ. μοσχοβιτικός μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.